Ο Αθανάσιος Πλατιάς, ομότιμος καθηγητής Στρατηγικής στο Πανεπιστήμιο Πειραιά και Πρόεδρος του Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων γράφει στο in για την Ελληνική Υψηλή Στρατηγική κατά τη Μεταπολίτευση
Η υψηλή στρατηγική προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο ένα κράτος αναπτύσσει, κινητοποιεί και χρησιμοποιεί συνδυαστικά όσα μέσα διαθέτει, προκειμένου να επιτύχει στο πλαίσιο του διεθνούς συστήματος, στην ειρήνη όπως και στον πόλεμο, τους βασικούς πολιτικούς στόχους του. Ιδίως για μία χώρα όπως η Ελλάδα, τα μακροχρόνια προβλήματα ασφάλειας της οποίας, εμφανίζονται τις τελευταίες δεκαετίες ιδιαιτέρως οξυμένα, το να είναι η υψηλή στρατηγική της ρεαλιστική και συνεκτική αποτελεί θέμα κεφαλαιώδους σημασίας.
Η ποιότητα της υψηλής στρατηγικής, της θεωρίας δηλαδή ενός κράτους για το πώς αντιμετωπίζει τα ζητήματα εθνικής ασφάλειας, ελέγχεται εμπειρικά: το εάν είναι κατάλληλη και επιφέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα, αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος. Σε περίπτωση που η κρατούσα προσέγγιση αποδειχθεί ανεπαρκής και αποτύχει, τότε είναι αναμενόμενο να δρομολογηθούν αλλαγές και να αναζητηθεί μια νέα θεωρία ασφάλειας, όπως συνέβη στην Ελλάδα μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974.
Το στρατηγικό σοκ του 1974
Πριν από το 1974 η ελληνική στρατηγική εθνικής ασφάλειας είχε επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση του «από βορρά κινδύνου» και είχε εναποθέσει την ασφάλεια της χώρας στην Ατλαντική συμμαχία. Το μέγεθος της Νατοϊκής εμπλοκής στον ελληνικό στρατηγικό σχεδιασμό αποστέρησε από την Ελλάδα κάθε αυτόνομη στρατηγική πρωτοβουλία. Σε περίπτωση επιθετικής ενέργειας από χώρα του τότε Συμφώνου της Βαρσοβίας, οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις αναμένονταν απλώς να καθυστερήσουν τον αντίπαλο . Οι ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ είχαν αναλάβει να επέμβουν παρέχοντας ενισχύσεις σε περίπτωση τέτοιας επίθεσης. Συνεπώς, σύμφωνα με τους συμμαχικούς σχεδιασμούς ο ρόλος της Ελλάδας περιοριζόταν απλώς στο να αποτελεί ένα πυροδοτικό μηχανισμό η ενεργοποίηση του οποίου θα έθετε σε λειτουργία την νατοϊκή μηχανή.
Η στρατιωτική επίπτωση αυτής της κατανομής ρόλων και της συνακόλουθης δομής δυνάμεων (δηλ. έλλειψη ισχυρής αεροπορίας και ναυτικού, επικέντρωση στα χερσαία βόρεια σύνορα ) ήταν ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να αμυνθεί αυτοδύναμα σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης. Αυτό καταδείχθηκε ξεκάθαρα το καλοκαίρι του 1974 με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Το στρατηγικό σοκ της κυπριακής τραγωδίας έκανε την Ελλάδα να αναθεωρήσει εκ βάθρων την μέχρι τότε στρατηγική της. Η Ατλαντική συμμαχία αποδείχθηκε ότι δεν μπορούσε να προσφέρει ούτε ασφάλεια ούτε προστασία έναντι της Τουρκίας. Έτσι ξαφνικά κάτω από την πίεση της κυπριακής κρίσης οι κυβερνώντες τη χώρα συνειδητοποίησαν ότι η Ελλάδα ήταν ταυτόχρονα ανασφαλής και εξαρτημένη.
Η Τουρκία με την εισβολή της στην Κύπρο απέκτησε στρατηγική παρουσία στην Ανατολική Μεσόγειο και εκμεταλλευόμενη την εμφανή ελληνική αδυναμία άρχισε να δρομολογεί την αλλαγή του status quo στο Αιγαίο. Κάτω από το βάρος της αδυναμίας διαχείρισης των ζωτικών συμφερόντων ασφάλειας της χώρας τον Ιούλιο του 1974 κατέρρευσε η δικτατορία και επήλθε αλλαγή του πολιτικού καθεστώτος . Η συνειδητοποίηση του μεγέθους της Τουρκικής απειλής , σε συνδυασμό με την τραυματική εμπειρία της Κύπρου , οδήγησε την νέα πολιτική ηγεσία στην Αθήνα σε αναζήτηση στρατηγικών που θα μεγάλωναν την στρατηγική αυτονομία της χώρας και θα μείωναν την εξάρτηση από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.
Η τριακονταετία της στρατηγικής αναπροσαρμογής 1974-2004
Η ελληνική πολιτική ηγεσία μετά τον Ιούλιο του 1974 ξεκίνησε μια τιτάνια προσπάθεια να δημιουργήσει στρατιωτική ισχύ για να εξισορροπήσει την Τουρκία και ταυτόχρονα να μειώσει την εξάρτησή της από τις ΗΠΑ προσθέτοντας μια ευρωπαϊκή διάσταση στον εξωτερικό προσανατολισμό της χώρας. Αυτό κατέστη εφικτό με την είσοδο της χώρας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Ένωση το 1981.
Η προσπάθεια εξισορρόπησης της Τουρκίας και η αναζήτηση στρατηγικής αυτονομίας είχε τα εξής χαρακτηριστικά : επένδυση υψηλού ποσοστού του ΑΕΠ για την άμυνα (υψηλότερο μάλιστα από κάθε άλλη Νατοϊκή χώρα) , μείωση της εξάρτησης στην αγορά πολεμικού υλικού από την αγορά των ΗΠΑ ώστε να αυξηθεί αντίστοιχα το ποσοστό που κατευθύνθηκε σε ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γαλλία και η Γερμανία , ενίσχυση της ελληνικής πολεμικής βιομηχανίας, ενίσχυση της αεροπορίας και του ναυτικού με ανακατανομή πόρων σε βάρος των χερσαίων δυνάμεων, ενίσχυση των ειδικών δυνάμεων (η αναλογία των ειδικών δυνάμεων σε σχέση με τις υπόλοιπες ήταν η μεγαλύτερη από όλες της χώρες του ΝΑΤΟ), ίδρυση της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης Εσωτερικού και Νήσων (ΑΣΔΕΝ).
Η νέα στρατηγική εθνικής ασφάλειας είχε στον πυρήνα της την αποτροπή της Τουρκίας, δηλαδή την αποτροπή επίθεσης κατά της Ελλάδος και την εκτεταμένη αποτροπή για την Κύπρο. Η επέκταση της αμυντικής ομπρέλας στην Κύπρο δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Για να δείξει η Αθήνα ότι έχει την θέληση να υπερασπιστεί την Κύπρο διακήρυξε το 1987 ότι ενδεχόμενη τουρκική επίθεση στην Κυπριακή Δημοκρατία θα αποτελούσε αιτία πολέμου (casus belli) και για να αποκτήσει την στρατιωτική ικανότητα εκτεταμένης αποτροπής συμπεριέλαβε στον αμυντικό της σχεδιασμό την στρατηγική σύζευξη με την Κύπρο (ασκήσεις, υποδομές, εξοπλιστικά προγράμματα).
Η ελληνική στρατηγική της αποτροπής είχε (και συνεχίζει να έχει) ως στόχο να πείσει την Τουρκία ότι το τίμημα που θα υποστεί σε περίπτωση επιθετικής ενέργειας κατά της Ελλάδας (ή της Κύπρου) θα είναι πολύ υψηλό, μεγαλύτερο από το όφελος. Αυτό θα μπορούσε να γίνει από ένα συνδυασμό άρνησης των τουρκικών επιδιώξεων επί του πεδίου και τιμωρίας (πχ καταστροφή ζωτικών εγκαταστάσεων και υποδομών σε μεγάλο γεωγραφικό βάθος). Η αξιοπιστία των ελληνικών αποτρεπτικών απειλών εξαρτάται όχι μόνο από την ικανότητα αλλά και από την θέληση της ελληνικής πλευράς να κλιμακώσει για να υπερασπιστεί ζωτικής σημασίας συμφέροντα.
Η αξιοπιστία της ελληνικής αποτροπής δοκιμάστηκε με επιτυχία στην κρίση του Μαρτίου του 1987, αλλά απέτυχε την δοκιμασία στην κρίση στα Ίμια τον Ιανουάριο του 1996. Τότε η Τουρκία ακολουθώντας εντέχνως την «στρατηγική του σαλαμιού» δημιούργησε μια μικρομεσαίου μεγέθους πρόκληση (κατάληψη ακατοίκητης βραχονησίδας) και έθεσε την Ελλάδα ενώπιον του διλήμματος: κλιμάκωση σε γενικευμένη πολεμική σύρραξη ή απεμπλοκή μέσω υποχώρησης. Η τότε κυβέρνηση επέλεξε την απεμπλοκή τραυματίζοντας την αποτρεπτική αξιοπιστία της χώρας αφού έδωσε την εντύπωση στην Τουρκία ότι η εκβιαστική της διπλωματία μπορεί εύκολα να φέρει στρατηγικά αποτελέσματα. Η τότε κυβέρνηση πάντως αντέδρασε δρομολογώντας ένα σοβαρό εξοπλιστικό πρόγραμμα και αναθεωρώντας το στρατηγικό δόγμα για να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της τραυματισμένης ελληνικής αποτροπής . Το νέο δόγμα, του «ισοδύναμου τετελεσμένου», προσπάθησε να δημιουργήσει πολλαπλές επιλογές στον χειρισμό κρίσεων σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στα Ιμια όπου η τότε ελληνική κυβέρνηση εγκλωβίστηκε μεταξύ δυο προβληματικών επιλογών: υποχώρηση ή πόλεμος.
Την τριαντακονταετία 1974-2004 η ελληνική εξωτερική πολιτική έκανε εμφανή στροφή προς την Ευρώπη: εκτός από την αρχική επιτυχία της ένταξης της Ελλάδας στις Ευρωπαϊκές κοινότητες το 1981, επέτυχε επίσης το 2001 την είσοδο της Ελλάδας στο Ευρώ , πράγμα που έφερε τη χώρα στον σκληρό πυρήνα του Ευρωπαϊκού ενοποιητικού εγχειρήματος. Τέλος, κατόρθωσε να εντάξει την διαιρεμένη Κύπρο στην Ευρωπαϊκή οικογένεια πετυχαίνοντας έτσι το 2004 ένα στόχο που εκ πρώτης όψεως ελάχιστοι είχαν πιστέψει ότι ήταν πραγματοποιήσιμος. Η επιτυχία αυτή κατέστη εφικτή, παρά τη σφοδρή αντίδραση της Μεγάλης Βρετανίας και των συμμάχων της, μέσω της αξιοποίησης του δικαίωματος αρνησικυρίας (βέτο). Η Ελλάδα απείλησε να εκτροχιάσει τη μεγάλη ανατολική διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η απειλή αυτή απέδωσε καρπούς.
Η χαμένη εικοσαετία 2004 – 2024
Μετά 2004 επήλθε μια αδικαιολόγητη χαλάρωση και εφησυχασμός . Η αμυντική προπαρασκευή ατόνησε, η πολεμική βιομηχανία διαλύθηκε και η Ελλάδα έχασε μεγάλο μέρος της αποτρεπτικής της ισχύος. Η χώρα έχοντας χάσει την οικονομική της ανταγωνιστικότητα βρέθηκε στην δίνη της παγκοσμιας οικονομικής κρίσης και γρήγορα το δημοσιονομικό έλλειμα έγινε κρίση χρέους με αποτέλεσμα την χρεοκοπία. Κάτω από αυτές τις συνθήκες το εξοπλιστικό πρόγραμμα παραμελήθηκε για πάνω από μια δεκαετία πράγμα που κάνει εξαιρετικά δύσκολη την αναπλήρωσή του χαμένου χρόνου.
Το μέγεθος της οικονομικής κατάρρευσης της Ελλαδος ήταν πρωτόγνωρο σε παγκόσμιο επίπεδο: η χώρα έχασε περίπου το 30% του ΑΕΠ μέσα σε μια δεκαετία, δηλαδή περισσότερο από όσο έχασε η Μεγάλη Βρετανία στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ή οι ΗΠΑ στην μεγάλη ύφεση του 1929. Το ελληνικό ΑΕΠ θα χρειαστεί μια ακόμη δεκαετία ανάπτυξης για να επανέλθει στα επίπεδα του 2008, τότε δηλαδή που ξεκίνησε η οικονομική κρίση. Ταυτόχρονα, επήλθε δημογραφικός μαρασμός και σημαντική εκροή εγκεφάλων. Με αλλά λόγια η Ελλάδα την εικοσαετία 2004-2024 εισήλθε σε ένα φαύλο κύκλο απομείωσης της ισχύος της.
Την ίδια περίοδο η Τουρκική ισχύς άρχισε να απογειώνεται. Η δημογραφική ισορροπία είναι πλέον οκτώ προς ένα υπέρ της Τουρκίας ενώ το Τουρκικό ΑΕΠ είναι σήμερα τετραπλάσιο του ελληνικού (και με όρους αγοραστικής δύναμης οκταπλάσιο). Το Ελληνικό ΑΕΠ βασίζεται σε υπηρεσίες ενώ η Τουρκία έχει αναπτύξει βαριά βιομηχανία διεθνών προδιαγραφών: το 2020 οι εξαγωγές της τουρκικής αυτοκινητοβιομηχανίας έφτασαν τα 5 δις δολάρια, ενώ το 2022 η αμυντική της βιομηχανία εξήγε εξοπλισμούς αξίας 4,4 δις δολαρίων. Η παραγωγή πολεμικού υλικού καλύπτει ένα μεγάλο φάσμα οπλικών συστημάτων, προσφέροντας στη γειτονική χώρα μια σημαντική αυτάρκεια σε καιρό πολέμου.
Όλα τα ανωτέρω σε συνδυασμό με την επένδυση σε ένα φιλόδοξο εξοπλιστικό πρόγραμμα έχουν συμβάλλει στην αύξηση της τουρκικής στρατιωτικής ισχύος: η γειτονική χώρα διαθέτει πλέον τις δεύτερες σε μέγεθος ένοπλες δυνάμεις στο ΝΑΤΟ ενώ το τουρκικό στράτευμα έχει εμπειρία εμπλοκής σε μια σειρά ταυτόχρονων πολέμων (Συρια, Ιράκ, Λιβυη).
Η αλλαγή στο συσχετισμό δυνάμεων την τελευταία εικοσαετία εκτόξευσε, όπως ήταν αναμενόμενο, τις τουρκικές διεκδικήσεις έναντι της Ελλάδας. Η Τουρκία επιδιώκει πλέον τον έλεγχο στο μισό Αιγαίο και καθεστώς συναπόφασης στη Θράκη. Συγκεκριμένα, η Τουρκία αμφισβητεί ανοικτά τον εδαφικό διακανονισμό της συνθήκης της Λωζάννης, θέτοντας θέματα κυριαρχίας νήσων και βραχονησίδων ανατολικά του 25ου μεσημβρινού , καθώς και δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτή την κυριαρχία (υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ).
Η αντίδραση της Ελλάδας στην κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας ήταν να αναζητήσει συμμάχους. Η Αθήνα κατανόησε ότι η εσωτερική εξισορρόπηση της περιόδου 1974-2004 δεν ήταν πλέον εφικτή λόγω της ανατροπής στον συσχετισμό δυνάμεων και έτσι έδωσε έμφαση στη εξωτερική εξισορρόπηση. Η χώρα έχει συνειδητοποιήσει με τραυματικό τρόπο από το 1974 ότι το ΝΑΤΟ δεν μπορεί να προσφέρει προστασία έναντι της Τουρκίας, αφού η συμμαχία δεν παρεμβαίνει σε συγκρούσεις μεταξύ δύο μελών της. Συνεπώς, για να μη βρεθεί μόνη σε περίπτωση πολέμου , η Ελλάδα ήταν απαραίτητο να αναζητήσει συμμαχίες σε άλλο επίπεδο, δηλαδή, είτε να βρει νέους συμμάχους, είτε να εμβαθύνει τις αμυντικές σχέσεις με Μεγάλες Δυνάμεις της Ατλαντικής Συμμαχίας σε διμερές επίπεδο.
Κατά το παρελθόν, σε διαφορετικές γεωπολιτικές συνθήκες, οι σχετικές προσπάθειες για ανεύρεση συμμάχων είχαν περιορισμένα αποτελέσματα. Όμως, τα τελευταία χρόνια οι αυτοκρατορικές νέο-οθωμανικες φιλοδοξίες της Τουρκίας στην περιοχή δημιούργησαν ένα παράθυρο ευκαιρίας που η ελληνική διπλωματία προσπάθησε να εκμεταλλευτεί. Αυτό έγινε φανερό με την ανάπτυξη ενός ευρέως πλέγματος σχέσεων, που περιλαμβάνουν και τη στρατιωτική συνεργασία, με σημαντικές χώρες της Ανατολικής Μεσογείου όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Περισσότερο από τα όποια κοινά οικονομικά και ενεργειακά συμφέροντα υπάρχουν , συνδετικό δεσμό με τις χώρες αυτές αποτελεί η επιθετικότητα της Τουρκίας και οι εχθρικές επεμβάσεις της στα διάφορα ζητήματα που τις αφορούν ατομικώς. Με άλλα λόγια, αυτές οι λεγόμενες «τριγωνικές σχέσεις» στηρίζονται στη λογική της αντισυσπείρωσης. Η λογική αυτή, πάντως, είναι εκ των πραγμάτων συγκυριακή και δεν παρέχει τη βεβαιότητα ότι οι νέοι σύμμαχοι θα συνεχίσουν να συμπαρατάσσονται με την Ελλάδα σε βάθος χρόνου, αφού είναι πάντοτε πιθανή η πλήρης εξομάλυνση των σχέσεών τους με την Τουρκία.
Την τελευταία πενταετία 2019-2024 οι προσπάθειες της ελληνικής πλευράς έχουν επικεντρωθεί στην εμβάθυνση σχέσεων και στη δημιουργία στρατηγικών δεσμών με Μεγάλες Δυνάμεις , όπως οι ΗΠΑ και η Γαλλία, οι οποίες είναι σε θέση,εάν η γεωπολιτική συγκυρία το επιτρέψει, να παράσχουν ασπίδα ασφαλείας στην Ελλάδα και να παρέμβουν προκειμένου να προλάβουν ή να ακυρώσουν ενδεχόμενη τουρκική επίθεση εναντίον της.
Η εμβάθυνση των σχέσεων με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ έχει ήδη αποφέρει στην Ελλάδα κάποιους καρπούς, δύο διμερείς αμυντικές συμφωνίες που περιέχουν ρήτρες αμοιβαίας συνδρομής. Οι ρήτρες αυτές έχουν δεχθεί κριτική, επειδή η ενεργοποίησή τους σε περίπτωση ελληνοτουρκικής σύρραξης δεν είναι αυτόματη. Εν τούτοις, η συμβολή τους στην αποτροπή επιθετικών ενεργειών είναι αδιαμφισβήτητη, αφού αυξάνουν την αβεβαιότητα της Τουρκίας ως προς τις ενδεχόμενες αντιδράσεις των δύο μεγάλων δυνάμεων σε τυχόν επιθετική της ενέργεια. Η αβεβαιότητα, με αλλά λόγια, αυξάνει το ρίσκο και συνεπώς λειτουργεί αποτρεπτικά. Το πιο σημαντικό όμως πλεονέκτημα είναι ότι οι στρατηγικές αυτές συμμαχίες έχουν ανοίξει τον δρόμο για την ενίσχυση των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων με ισχυρότατα οπλικά συστήματα υψηλής τεχνολογίας που θα μπορούσαν να ενισχύσουν την ελληνική αποτρεπτική ισχύ δίνοντας ένα ποιοτικό πλεονέκτημα στην Ελλάδα ικανό να εξισορροπήσει το ποσοτικό πλεονέκτημα της Τουρκίας. Η ευκαιρία όμως αυτή φαίνεται πως χάνεται , γιατί το ελληνικό εξοπλιστικό πρόγραμμα μετά από ένα αναπάντεχα ελπιδοφόρο ξεκίνημα το 2019 έχει πλέον βαλτώσει.
Το δυσοίωνο μέλλον 2025-2050
Οι μακροπρόθεσμες προβλέψεις, δηλαδή αυτές που έχουν χρονικό ορίζοντα μέχρι το 2050 αναγκαστικά περιέχουν κάποιο στοιχείο της εικασίας. Όμως οι μελλοντικές τάσεις (οικονομικές, δημογραφικές , στρατιωτικές ) στον ελληνοτουρκικό συσχετισμό ισχύος είναι εμφανείς και φαίνεται να ευνοούν ξεκάθαρα την Τουρκία σε σχέση με την Ελλάδα. Το γεωπολιτικό περιβάλλον είναι επίσης ρευστό και αβέβαιο. Ορισμένες όμως γεωπολιτικές τάσεις είναι ιδιαίτερα εμφανείς όπως η στροφή των ΗΠΑ από την Ευρώπη στη Ασία ώστε να επικεντρωθούν στην ανάσχεση της Κίνας. Η πιθανή αμερικανική απαγκίστρωση από την Ευρώπη μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για κοινή ευρωπαϊκή άμυνα -εξέλιξη που συμφέρει στην Ελλάδα -μπορεί όμως να επιτείνει τις φυγόκεντρες τάσεις στην Ευρώπη -πράγμα που δεν συμφέρει την Ελλάδα.
Σε ένα ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλο , αν μια ισχυρή οικονομικά και στρατιωτικά Τουρκία με πληθυσμό άνω των 100 εκατομμυρίων τις ερχομενες δεκαετίες δεν εγκαταλείψει την επεκτατική της πολιτική εναντίον της χώρας μας, η Ελλάδα δύσκολα θα μπορεί να αντιπαρατεθεί. Τότε το ελληνικό στρατηγικό πρόβλημα θα έχει καταστεί άλυτο. Η χαμένη εικοσαετία 2004-2024 θα έχει έτσι αποδειχθεί καταστροφική. Αυτό προφανώς θα έχει σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στις μελλοντικές γενιές. Για να μη συμβεί αυτό το απαισιόδοξο σενάριο , πρέπει να αφυπνιστεί από τώρα το ένστικτο αυτοσυντήρησης και αυτοβοήθειας του Ελληνισμού και να αρχίσουμε με μακροχρόνιο σχεδιασμό την τιτάνια προσπάθεια να αντιστρέψουμε τις υπάρχουσες δημογραφικές, οικονομικές και στρατιωτικές τάσεις, και κυρίως να επενδύσουμε στις πάμπολλες ανατρεπτικές τεχνολογίες που υπόσχονται εξισορρόπηση της ποσότητας από την ποιότητα. Τότε μια ισχυρή Ελλάδα που θα «προσθέτει στρατηγική/γεωπολιτική αξία» θα μπορεί να βρει χρήσιμους συμμάχους στο ρευστό μελλοντικό γεωπολιτικό περιβάλλον.